Παρασκευή 21 Μαΐου 2010

ΔΙΟΣΚΟΥΡΟΙ (ΑΠΟ ΤΟ KNOL TOY ΒΛΑΣΣΗ ΡΑΣΣΙΑ)

ΔΙΟΣΚΟΥΡΟΙ  (ΑΠΟ ΤΟ KNOL ΤΟΥ ΒΛΑΣΣΗ ΡΑΣΣΙΑ)
Διόσκουροι (ρωμ. Dioscuri), ιωνικά Διόσκοροι, Διοσκουρίται.

«Δίδυμοι» δωρικοί Θεοί των Ελλήνων αλλά και των Ρωμαίων (Κάστωρ και Πολυδεύκης στους Έλληνες και Castor και Pollux στους Ρωμαίους).

ΕΤΥΜΟ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ
Κατά την Παράδοση (Απολλώνιος Ρόδιος 1.149, Θεόκριτος 22, Ομηρικός ύμνος 13.5, Πίνδαρος, κ.ά.), οι Διόσκουροι γεννήθηκαν μέσα από ένα αυγό στο όρος Ταϋγετος (ή, κατ’ άλλους, στις Αμύκλες, την νήσο Πέφνο και τις Θαλάμες), ως «Λακεδαιμόνιοι παίδες», από την μία ο αθάνατος Πολυδεύκης υιός του Θεού Διός και της Λήδας («Κούρος Διός») και από την άλλη ο θνητός Κάστωρ υιός της Λήδας και του βασιλιά της Σπάρτης Τυνδάρεω («Τυνδαρίδης»).


Τα ονόματα «Διόσκουροι» και «Τυνδαρίδαι» χρησιμοποιούνται ωστόσο και για τους δυο. Σε ένα δεύτερο αυγό παραδίδεται ότι είχε γεννηθεί η γονιμοποιητική θεότητα Ελένη, που αργότερα η ομηρική ποίηση την μετέτρεψε στο πρόσωπο που έμεινε γνωστό ως «Ωραία Ελένη».

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ
Σύμφωνα με διάφορους μύθους, οι Διόσκουροι πρόσωπα έλαβαν μέρος στο κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου και στην Αργοναυτική Εκστρατεία, εξεστράτευσαν κατά των Αθηνών του Θησέως για να απελευθερώσουν την αιχμάλωτη μικρή Ελένη και πολέμησαν επίσης ενάντια στους υιούς του Ιπποκόοντα που είχαν εκθρονίσει τον Τυνδάρεω, ο δε Παυσανίας (3.1.5) υποστηρίζει ότι και οι ίδιοι βασίλευσαν κάποτε στην Σπάρτη

Μία μυθολογική αφήγηση που διασώζει ο Πίνδαρος (στον 10ο «Νεμεονίκη» του) διηγείται ότι όταν ο θνητός Κάστωρ σκοτώθηκε από τον Μεσσήνιο Ίδα (υιό του Αφαρέως και εξαδέλφου των διδύμων, που θεωρείτο ο ισχυρότερος όλων των θνητών), ο αθάνατος Πολυδεύκης ζήτησε από τον πατέρα του Θεό Δία να τον αναστήσει, δηλώνοντας πρόθυμος να αποποιηθεί ακόμη και αυτή την αθανασία του. Ο Θεός Ζεύς κανόνισε έκτοτε να ανεβαίνουν εκ περιτροπής στον Όλυμπο, ημέρα παρά ημέρα, ως αιώνια (ηλιακά) σύμβολα της κυκλικής ροής της θείας ουσίας μέσα σε αθάνατες και θνητές μορφές για την εξασφάλιση του Αενάου. Για να αποτυπώσει αυτή την θαυμαστή αμοιβαία αιώνια αφοσίωσή τους, ο Θεός Ζευς τους εμφάνισε επιπρόσθετα στον ουράνιο θόλο ως αστερισμό των «Διδύμων» (σχολ. σε «Ορέστεια», 465), ενώ ο Θεός Ποσειδών τους αντάμειψε με το να προστατεύουν αιώνια όσους ναυτικούς προσεύχονταν σε αυτούς για προστασία (Ομηρ. Ύμνος 13. 9, Στράβων 1. 48 και Ευριπίδης, Οράτιος)

ΦΥΣΗ ΤΩΝ ΘΕΩΝ


Οι Διόσκουροι σε ερυθρόμορφο αγγείο του 5ου π.α.χ.χ. αιώνα από
την Φερράρα (Museo Archeologico di Spina)

Εκτός από ηλιακοί Θεοί της αφοσίωσης, της γενναιοψυχίας, της ευγένειας, της αδελφότητας, της εντιμότητας και της Αρετής (ηθική πλευρά) αλλά και της κυκλικότητας των πραγμάτων (φυσική πλευρά), οι «λευκόπωλοι» (ιππείς λευκών αλόγων) Θεοί Διόσκουροι είναι επίσης και δωρητές στους ανθρώπους των ιππευτικών και πυγμαχικών τεχνικών, αλλά και των πολεμικών χορών και ασμάτων.

Στην ηθική τους πλευρά είναι επίσης Θεοί του μαχητικού θάρρους, του αγωνιστικού έθους (ως «Αφετήριοι», δηλαδή Θεοί που ορίζουν την έναρξη του αγώνα), της Φιλότητας, της φιλοξενίας (Παυσανίας, 3. 16), της πολιτικής βούλησης (υπό την επίκληση «Αμβούλιοι», με ιδιαίτερο βωμό τους στην Σπάρτη), της εκπαιδευτικής αγωγής των νεαρών ανδρών και της φιλοξενίας, καθώς επίσης, στην φυσική πλευρά τους, και έφοροι κάποιων μετεωρολογικών φαινομένων και προστάτες των ναυτικών από τις τρικυμίες (όπως και οι Κάβειροι, με τους οποίους συσχετίστηκαν μετά τον 3ο π.α.χ.χ. αιώνα, στη δε Δήλο, κατά τους ελληνιστικούς χρόνους ταυτίστηκαν προς αυτούς με ιδιαίτερο ιερέα «Διοσκούρων Καβείρων», παρά την σαφή χθόνια φύση των δευτέρων). Οι ναυτικοί προσεύχονταν σε αυτούς ως «Θεούς Σωτήρες» για κατάπαυση των τρικυμιών και μετά τους τιμούσαν, ως Ολυμπίους, σε ευχαριστήρια θυσία με προσφορά λευκού προβάτου.

Από την κλασική αρχαιότητα και εντεύθεν οι «Σωτήρες Θεοί» Διόσκουροι επεκτείνουν την σφαίρα τους ως ηλιακές συνειδήσεις και στο πεδίο της θεραπευτικής (λ.χ. ως ακόλουθοι του Ασκληπιού στην Επίδαυρο), ενώ ως «Θεοί Μεγάλοι» λατρεύτηκαν στον Κλείτορα της Αρκαδίας και τις Κεφαλές Αττικής.

ΙΕΡΑ - ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Σύμβολό τους είναι ένα ζευγάρι «πίλων», δηλαδή ημισφαιρικών κρανών (που συμβολίζουν τα δύο ημίσεα του αυγού της Λήδας, ως «του ωού τα ημίτομα» τα περιγράφει ο είρων Λουκιανός).


Από το τέλος του 4ου π.α.χ.χ. αιώνος προστέθηκε από ένα αστέρι στην κορυφή του κάθε «πίλου»: ο σχολιάζοντας τον «Λυκόφρονα» ο Τζέτζης, διασώζει αόριστα στο σημείο 88 την μυθολογική αφήγηση ότι ο Ζεύς ενώθηκε με τη Λήδα υπό μορφή άστρου. Άλλα σύμβολά τους είναι τα λεγόμενα «Δόκανα», δύο κάθετα ξύλα που συνδέονται με άλλα δύο χιαστί, ως σύμβολο της ακλόνητης συντροφικότητας, το οποίο αποτελούσε την πολεμική «σημαία» των Σπαρτιατών, δύο επιμήκεις λήκυθοι που περιτυλίγονται από φίδια, καθώς και το στεφάνι με κλαδιά φοινικιάς. Ιερείο τους είναι το λευκό πρόβατο, ιερό χρώμα τους το κόκκινο και το χρυσό και ιερό τους ζώο ο λευκός ίππος.

ΛΑΤΡΕΙΑ
Η λατρεία των Διοσκούρων είχε σταδιακή αλλά ευρεία διάδοση από την Πελοπόννησο στην υπόλοιπη Ελλάδα, την Σικελία, την νότια Ιταλία (Παυσανίας 10.33.3 και 10.38.3) και τέλος στην Ετρουρία (ως Castur και Pulutuke ή Poloces ή Pultuke) και το Λάτιο, όπου σε πολλές περιπτώσεις λατρεύτηκαν και ως Πενάτες, δηλαδή προγονικά πνεύματα που προστατεύουν τους οίκους (Di Penates).

Προς τιμήν τους εορτάζονταν τα «Διοσκούρια» σε μια σειρά από αχαϊκές και δωρικές πόλεις, με γυμνικούς αγώνες και θυσίες. Στην Σπάρτη και την Κυρήνη εορτάζονταν επιπρόσθετα με παιδιές και συμπόσια, καθώς και τα σπαρτιατικά «Αμυκλαία», μία ετήσια μεγαλοπρεπέστατη θυσία των Σπαρτιατών προς τιμή του Θεού Απόλλωνος και των Διοσκούρων, στη διάρκεια της οποίας γινόταν και η ανά έτος αφιέρωση στο Αμυκλαίο Ιερό ενός ιερού χιτώνα για την ένδυση του περίφημου χάλκινου αρχαϊκού αγάλματος του Θεού, έργου του Βαθυκλέους. «Διοσκούρια» εόρταζαν από το 496 π.α.χ.χ. και οι Ρωμαίοι, που καθιέρωσαν για αυτά την 8η Απριλίου του κάθε έτους, σε ανάμνηση του θριάμβου τους κατά των Λατίνων και Ετρούσκων στην μάχη της λίμνης Ρηγίλλης, κατά την οποία η Παράδοση ήθελε να έχουν επιφανεί οι Θεοί Διόσκουροι επάνω σε λευκούς ίππους, ως συμπολεμιστές των Ρωμαίων.

Στο Άργος, όπου ο Κάστωρ θεωρείτο αρχηγέτης των γενών της Λέρνης και ένας από τους Δώδεκα Ολυμπίους Θεούς, οι Έλληνες εόρταζαν επίσης προς τιμήν των Διοσκούρων τα λεγόμενα «Μιξαρχαγέτια», με θυσίες και πλούσια δείπνα. Στην Αθήνα οι δύο Θεοί λατρεύονταν με το όνομα «Άνακες Παίδες» ή «Άνακτες Παίδες» (Στράβων 5. 232, καθώς και Παυσανίας, Αιλιανός, Αριστοφάνης, Πλούταρχος, κ.ά.) και με το αυτό όνομα τελούντο μυστήρια προς τιμήν τους στην Άμφισσα της Λοκρίδος (Παυσανίας, 10.38.7).



Ανάγλυφο των Διοσκούρων από την Αμφίπολη
(Μουσείο Αμφιπόλεως)
Η λατρεία των Διοσκούρων τέθηκε εκτός νόμου το έτος 359 από τον χριστιανό αυτοκράτορα Κωστάντιο, ο οποίος διέταξε την καταστροφή όλων των Ιερών τους και την θανάτωση των ιερέων τους.

ΟΙ ΔΙΟΣΚΟΥΡΟΙ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ
Όπως προείπαμε, οι Ρωμαίοι υιοθέτησαν το 496 π.α.χ.χ. την λατρεία των Dioscuri σε ανάμνηση της επιφάνειας και βοήθειας που παρείχαν στον στρατό τους οι δύο Θεοί Κάστωρ (Castor) και Πόλουξ (Pollux) στην μάχη της Ρηγίλλης (Regillus) την προηγούμενη χρονιά, όπως είχε ορκιστεί στην διάρκεια της μάχης ο ηγέτης τους Aulo Postumio Albo.

Στις 15 Ιουλίου 414 καθιερώθηκε στο Φόρουμ της Ρώμης απέναντι από τον Ναό της Θεάς Βέστα (Vesta, Εστίας), στο σημείο όπου έγινε η δεύτερη επιφάνειά τους στην οποία ανακοίνωσαν την ίδια ημέρα στον λαό της Ρώμης την νίκη στην λίμνη Ρηγίλλης, ένας περικαλλής Ναός τους (Αedes Castoris et Pollucis), ο οποίος γύρω στο 160 π.α.χ.χ. φιλοξενούσε και συνεδριάσεις της Συγκλήτου.

Αργότερα τους αφιερώθηκαν δύο ακόμη Ναοί, ο ένας στο «Circus Maximus» και ο άλλος στο «Circus Flaminius» (Βιτρούβιος, 4.7) και τους προσφέρονταν αντίστοιχα θυσίες στις 27 Ιανουαρίου και 13 Αυγούστου. Ο πρώτος Ναός έγινε το λατρευτικό κέντρο της τάξης των Ιππέων (Εquites), που από το 305 π.α.χ.χ. και μετά έφιπποι και στεφανωμένοι συμμετείχαν κάθε χρόνο στις 15 Ιουλίου σε μία μεγαλειώδη πομπή (που είχε καθιερώσει ο Fabius Maximus Rullianus) από τον Ναό του Θεού Μαρς (Mars, Άρεως) στον Ναό των Θεών Διοσκούρων. Άλλο μεγάλο λατρευτικό κέντρο τους υπήρξε το ετρουσκικό Τούσκουλο (Τusculum, 16 χιλιόμετρα νοτιανατολικά της Ρώμης, στο οποίο ήσαν οι προστάτες Θεοί), η Όστια, το επίνειο της Ρώμης, με Ναό στα δυτικά του αυτοκρατορικού ανακτόρου που ανακαίνισε την εποχή των Αντωνίνων ο P. Lucilius Gamala, καθώς και ένα νησί της Καλαβρίας, δέκα μίλια από το ακρωτήριο Λακίνιο Άκρο (Lacinium), που ονομαζόταν «νησί των Διοσκούρων» (Πλίνιος, «Φυσική Ιστορία» 3. 97). Οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν συχνά στο όνομά τους για να εκφράσουν θαυμασμό ή μια ισχυρή εντύπωση, «mecastor!» ή «ecastor!» («μα τον Castor!») οι γυναίκες και «edepol!» («μα τον Pollux!») οι άνδρες.

ΟΙ ΔΙΟΣΚΟΥΡΟΙ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΕΛΤΩΝ
Τέλος, οι Dioscuri ήσαν κατά την «ρωμαϊκή ερμηνεία» («interpretatione Romana») του Τάκιτου στο «Germania» (43.4) Θεοί αντίστοιχοι των επίσης «διδύμων» τευτονικών Θεών Alcis («Άλσις», ίσως «Αλσίων», θεοτήτων των αλσών), προστατών των εφήβων του έθνους των Σουηβών Ναχαρβαλών (Naharvali), στους οποίους ήταν αφιερωμένο ένα ιερό άλσος. Κατά τον Διόδωρο Σικελιώτη, οι Διόσκουροι λατρεύονταν και από τους Κελτούς (Κέλτες) της δυτικής Γαλατίας. Ως επιβεβαίωση του ισχυρισμού του, βρέθηκε στο Παρίσι μεταγενέστερος βωμός, στον διάκοσμο τους οποίου απεικονίζονται οι δύο Θεοί ανάμεσα σε άλλες κελτικές μορφές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναγνώστες